Anonymous

ἐνθουσιάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθουσιάζω:''' και [[ἐνθουσιάω]] ([[ἔνθεος]]), εμπνέομαι ή κατέχομαι, καταλαμβάνομαι από το [[πνεύμα]] του θεού, είμαι [[θεόληπτος]], θεοφορούμαι, βρίσκομαι σε [[έκσταση]], σε Ξεν., Πλάτ.· με δοτ., <i>ἐνθουσιᾶν κακοῖς</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐνθουσιάζω:''' και [[ἐνθουσιάω]] ([[ἔνθεος]]), εμπνέομαι ή κατέχομαι, καταλαμβάνομαι από το [[πνεύμα]] του θεού, είμαι [[θεόληπτος]], θεοφορούμαι, βρίσκομαι σε [[έκσταση]], σε Ξεν., Πλάτ.· με δοτ., <i>ἐνθουσιᾶν κακοῖς</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθουσιάζω:''' и [[ἐνθουσιάω]] [[ἔνθεος]]<br /><b class="num">1)</b> быть одержимым божеством, находиться в состоянии исступления, неистовствовать ([[ὥσπερ]] οἱ θεομάντεις Plat.; [[ὥσπερ]] ἐνθουσιῶν Xen.; οἱ ἐπὶ τοῖς τῆς Κυβέλης ἱεροῖς ἐνθουσιάσαντες Diod.);<br /><b class="num">2)</b> быть (бого)вдохновенным (ὑπὸ τῶν Νυμφῶν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> приходить в возбужденное состояние, волноваться, выходить из себя (ποιεῖν τινα ἐνθουσιάσαι Arst.; [[δῆμος]] ἐνθουσιῶν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> преисполняться энтузиазмом, увлекаться (περὶ φιλοσοφίας Plut.).
}}
}}