3,277,206
edits
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμπειρικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την [[πείρα]], [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για γιατρό) [[εκείνος]] που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους [[χωρίς]] να διαθέτει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εμπειρικός]] [[τύπος]]» — ο [[χημικός]] [[τύπος]] που παριστάνει το [[είδος]] τών ατόμων και την αριθμητική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους ([[χωρίς]] να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Εμπειρική Σχολή» <br />α) η φιλοσοφική [[σχολή]] που δέχεται την [[εμπειριοκρατία]]<br />β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική [[διάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἐμπειρική</i><br />η πρακτική [[γνώση]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμπειρικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την [[πείρα]], [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για γιατρό) [[εκείνος]] που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους [[χωρίς]] να διαθέτει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εμπειρικός]] [[τύπος]]» — ο [[χημικός]] [[τύπος]] που παριστάνει το [[είδος]] τών ατόμων και την αριθμητική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους ([[χωρίς]] να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Εμπειρική Σχολή» <br />α) η φιλοσοφική [[σχολή]] που δέχεται την [[εμπειριοκρατία]]<br />β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική [[διάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἐμπειρική</i><br />η πρακτική [[γνώση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπειρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ эмпирик (врач «эмпирической» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext.<br />имеющий опыт, опытный (ἁλιεῖς Arst.). | |||
}} | }} |