Anonymous

ἐνισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνισχυρίζομαι]] (Α) [[ισχυρίζομαι]]<br />στηρίζομαι, βασίζομαι, [[εμπιστεύομαι]].
|mltxt=[[ἐνισχυρίζομαι]] (Α) [[ισχυρίζομαι]]<br />στηρίζομαι, βασίζομαι, [[εμπιστεύομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνισχῡρίζομαι:''' досл. твердо опираться, перен. рассчитывать, уповать (τῷ δικαίῳ Dem.).
}}
}}