Anonymous

ἐνόδιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνόδιος:''' -α, -ον, Επικ. [[εἰν]]-όδιος, -η, -ον ([[ὁδός]]), αυτός που βρίσκεται στον ή πάνω στο δρόμο, κατά το δρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίθ. λέγεται για θεούς, που είχαν τα αγάλματά τους στην οδό των τριπόδων, Λατ. triviales, όπως για την Εκάτη, σε Σοφ., Ευρ.· <i>Ἐνοδία</i> = Λατ. [[Trivia]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐνόδιος:''' -α, -ον, Επικ. [[εἰν]]-όδιος, -η, -ον ([[ὁδός]]), αυτός που βρίσκεται στον ή πάνω στο δρόμο, κατά το δρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ως επίθ. λέγεται για θεούς, που είχαν τα αγάλματά τους στην οδό των τριπόδων, Λατ. triviales, όπως για την Εκάτη, σε Σοφ., Ευρ.· <i>Ἐνοδία</i> = Λατ. [[Trivia]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνόδιος:''' эп. [[εἰνόδιος]] 3<br /><b class="num">1)</b> находящийся у дороги, придорожный (σφῆκες Hom.; σύμβολοι Aesch.; πόλεις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> покровительствующий дорогам, охраняющий пути (Ἓρμῆς Theocr.): ἡ ἐνοδία [[θεός]] Soph. или [[δαίμων]] Plat. = [[Ἑκάτη]].
}}
}}