Anonymous

ἐξαγοράζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 22: Line 22:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰγοράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κερδοσκοπώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[απελευθερώνω]], [[απολυτρώνω]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.
|lsmtext='''ἐξᾰγοράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κερδοσκοπώ]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[απελευθερώνω]], [[απολυτρώνω]], σε Καινή Διαθήκη· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰγοράζω:''' <b class="num">1)</b> покупать (τι [[παρά]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> закупать, скупать (τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> выкупать (τινά Diod.);<br /><b class="num">4)</b> искупать, освобождать (τινὰ ἔκ τινος NT);<br /><b class="num">5)</b> med. схватывать, улучать (о времени): τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι NT пользуясь удобным случаем.
}}
}}