Anonymous

ἐντρίβω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐντρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρίβω]] πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐντρ. κόνδυλόν τινι</i>, [[ξυλοφορτώνω]] κάποιον, [[γρονθοκοπώ]], σε Πλούτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Λουκ. ΙI. με αιτ. προσ., [[τρίβω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον με καλλυντικά, σε Ξεν. — Παθ., καλλωπίζομαι, αλείφομαι, βάφομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[εξαφανίζω]], [[εξαλείφω]], [[σβήνω]] με [[τρίψιμο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐντρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρίβω]] πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐντρ. κόνδυλόν τινι</i>, [[ξυλοφορτώνω]] κάποιον, [[γρονθοκοπώ]], σε Πλούτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Λουκ. ΙI. με αιτ. προσ., [[τρίβω]], [[περιποιούμαι]] κάποιον με καλλυντικά, σε Ξεν. — Παθ., καλλωπίζομαι, αλείφομαι, βάφομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[εξαφανίζω]], [[εξαλείφω]], [[σβήνω]] με [[τρίψιμο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντρίβω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> втирать, натирать (τινά Xen.; φύκιον καὶ [[ψιμύθιον]] τῷ προσώπῳ Luc.): ἐντετριμμένη ([[χρῶμα]] или χρώματα) Arph., Luc. накрашенная (нарумяненная или набеленная); κόνδυλον ἐ. τινί Luc., Plut. дать кому-л. тумака;<br /><b class="num">2)</b> med. наносить, причинять ([[κακόν]] τινι Luc.);<br /><b class="num">3)</b> стирать, изнашивать: σώματι ἐντριβόμενος Arst. с увядшим телом.
}}
}}