Anonymous

ἐνολισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνολισθαίνω]] (AM) (Α και [[ἐνολισθάνω]]) [[ολισθαίνω]]<br />(για [[έδαφος]]) [[ολισθαίνω]], [[υφίσταμαι]] [[κατολίσθηση]], [[γλιστρώ]], βυθίζομαι («ἡ [[χώρα]] τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» — υπέστη [[κατολίσθηση]] εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πέφτω]] [[γιατί]] δεν έχω [[στήριγμα]].
|mltxt=[[ἐνολισθαίνω]] (AM) (Α και [[ἐνολισθάνω]]) [[ολισθαίνω]]<br />(για [[έδαφος]]) [[ολισθαίνω]], [[υφίσταμαι]] [[κατολίσθηση]], [[γλιστρώ]], βυθίζομαι («ἡ [[χώρα]] τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» — υπέστη [[κατολίσθηση]] εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πέφτω]] [[γιατί]] δεν έχω [[στήριγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνολισθαίνω:''' (aor. 2 ἐνώλισθον) соскальзывать, оползать, проваливаться (ἡ [[χώρα]] χάσμασιν ἐνώλισθε Plut.).
}}
}}