3,274,916
edits
(12) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνολισθαίνω]] (AM) (Α και [[ἐνολισθάνω]]) [[ολισθαίνω]]<br />(για [[έδαφος]]) [[ολισθαίνω]], [[υφίσταμαι]] [[κατολίσθηση]], [[γλιστρώ]], βυθίζομαι («ἡ [[χώρα]] τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» — υπέστη [[κατολίσθηση]] εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πέφτω]] [[γιατί]] δεν έχω [[στήριγμα]]. | |mltxt=[[ἐνολισθαίνω]] (AM) (Α και [[ἐνολισθάνω]]) [[ολισθαίνω]]<br />(για [[έδαφος]]) [[ολισθαίνω]], [[υφίσταμαι]] [[κατολίσθηση]], [[γλιστρώ]], βυθίζομαι («ἡ [[χώρα]] τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» — υπέστη [[κατολίσθηση]] εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πέφτω]] [[γιατί]] δεν έχω [[στήριγμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνολισθαίνω:''' (aor. 2 ἐνώλισθον) соскальзывать, оползать, проваливаться (ἡ [[χώρα]] χάσμασιν ἐνώλισθε Plut.). | |||
}} | }} |