Anonymous

ἐνοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κτίζω]], [[οικοδομώ]] σε ένα [[μέρος]], σε Θουκ. — Μέσ., ἐν. [[τεῖχος]], κτίζοντας [[εκεί]] ένα [[φρούριο]] μόνοι τους, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικοδομώ]], [[κλείνω]] με τοίχο, [[περιτειχίζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐνοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κτίζω]], [[οικοδομώ]] σε ένα [[μέρος]], σε Θουκ. — Μέσ., ἐν. [[τεῖχος]], κτίζοντας [[εκεί]] ένα [[φρούριο]] μόνοι τους, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικοδομώ]], [[κλείνω]] με τοίχο, [[περιτειχίζω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνοικοδομέω:''' <b class="num">1)</b> (где-л.) строить (πύργον τῇ νήσῳ Thuc.; τὸ [[φρούριον]] ἐν Μιλήτῳ Thuc. и ἐν τῇ Λατίνῃ Polyb.; τὰ δικαστήοια τόπῳ τινί; med.: [[τεῖχος]] Thuc.; στιβάδες Luc.);<br /><b class="num">2)</b> застраивать, заграждать (εἴσοδον Diod.; πυλὶς ἐνῳκοδομημένη Thuc.).
}}
}}