Anonymous

ἐννυκτερεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννυκτερεύω]] (Α) [[νυκτερεύω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη [[νύχτα]] σ' έναν [[τόπο]], [[διανυκτερεύω]]<br /><b>2.</b> (για ιατρικά παρασκευάσματα) [[παραμένω]] για μια [[νύχτα]] προκειμένου να ενεργήσω.
|mltxt=[[ἐννυκτερεύω]] (Α) [[νυκτερεύω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη [[νύχτα]] σ' έναν [[τόπο]], [[διανυκτερεύω]]<br /><b>2.</b> (για ιατρικά παρασκευάσματα) [[παραμένω]] για μια [[νύχτα]] προκειμένου να ενεργήσω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐννυκτερεύω:''' (где-л.) проводить ночь, ночевать (ἐν τῇ χώρᾳ Polyb.).
}}
}}