Anonymous

ἐνζώννυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνζώννυμι]] (Α) [[ζώννυμι]]<br />[[ζώνω]], [[περιζώνω]], [[περικλείω]], [[περιβάλλω]] («καλωδίου δέ [[ἄνωθεν]] ἀφεθέντος, ἐνζώσας ἑαυτὸν ἀνελήφθη πρὸς τὸ [[πλῆθος]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἐνζώννυμι]] (Α) [[ζώννυμι]]<br />[[ζώνω]], [[περιζώνω]], [[περικλείω]], [[περιβάλλω]] («καλωδίου δέ [[ἄνωθεν]] ἀφεθέντος, ἐνζώσας ἑαυτὸν ἀνελήφθη πρὸς τὸ [[πλῆθος]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνζώννῡμι:''' подпоясывать: ἐνζώσας ἑαυτόν (sc. καλῳδίῳ) Plut. опоясавшись веревкой.
}}
}}