Anonymous

ἔναγχος: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔναγχος]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ [[ἔναγχος]] ἠκούετε ἐν τῇ [[ἐκκλησία]]», Λυσ.<br />β. [και με το [[άρθρο]] <i>το</i>] «τὸ δ' [[ἔναγχος]] οὐχ ἅπαντες ἡμεῑς ὤμνυμεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ [[ἔναγχος]] [[πάθος]]» — η πρόσφατη [[δυστυχία]]<br />β) «[[ἔναγχος]] τοῡ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.
|mltxt=[[ἔναγχος]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ [[ἔναγχος]] ἠκούετε ἐν τῇ [[ἐκκλησία]]», Λυσ.<br />β. [και με το [[άρθρο]] <i>το</i>] «τὸ δ' [[ἔναγχος]] οὐχ ἅπαντες ἡμεῑς ὤμνυμεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ [[ἔναγχος]] [[πάθος]]» — η πρόσφατη [[δυστυχία]]<br />β) «[[ἔναγχος]] τοῡ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔναγχος:''' adv. недавно Arph., Lys., Isocr., Plat., Arst.
}}
}}