Anonymous

ἐντύφω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐντύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-θύψω</i>, [[καπνίζω]] [[κάτι]], [[ρίχνω]] πάνω του καπνό, όπως κάνει [[κάποιος]] στις σφήκες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐντύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-θύψω</i>, [[καπνίζω]] [[κάτι]], [[ρίχνω]] πάνω του καπνό, όπως κάνει [[κάποιος]] στις σφήκες, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντύφω:''' (ῡ) ирон. подкуривать, коптить (τινά Arph.).
}}
}}