Anonymous

ἐξαριθμέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αριθμώ]] όλο το [[ποσό]] με [[ακρίβεια]], [[μετρώ]], Λατ. enumerare, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταμετρώ]], [[πληρώνω]] σε [[μετρητά]], Λατ. numeratim solvere, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐξᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αριθμώ]] όλο το [[ποσό]] με [[ακρίβεια]], [[μετρώ]], Λατ. enumerare, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταμετρώ]], [[πληρώνω]] σε [[μετρητά]], Λατ. numeratim solvere, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰριθμέω:''' <b class="num">1)</b> исчислять, пересчитывать (τὸν στρατόν Her.; [[ναῦς]] τε καὶ [[τἆλλα]] πάντα Plat.): τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν [[ἑβδομήκοντα]] Her. после подсчета их оказалось семьсот тысяч;<br /><b class="num">2)</b> перечислять (τὰς ἀρετάς Arst.; med.; τὰ [[ὑπὲρ]] τῶν προειρημένων Polyb.; τὰς ἡρωϊκὰς συμφοράς Plut.);<br /><b class="num">3)</b> отсчитывать (наличными), уплачивать (τὰ χρήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.).
}}
}}