Anonymous

ἐντόπιος: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο και [[ντόπιος]], -α, -ο (AM [[ἐντόπιος]], -ία, -ον και [[ἐντόπιος]], -ον, Μ και [[ντόπιος]], -α, -ο)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ' έναν [[τόπο]] («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[εντόπιος]]<br />[[αυτόχθονος]], [[εγχώριος]], [[ιθαγενής]], [[ντόπιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐντόπιον</i><br />[[ιθαγένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' έναν [[τόπο]], [[τοπικός]]<br /><b>2.</b> [[εμφύλιος]] («τῶν ἐντοπίων πολέμων», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> ο περιορισμένος σ' ένα [[μέρος]] του σώματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντοπίως</i><br />εγχωρίως, ιθαγενώς, [[τοπικώς]], επιτοπίως.
|mltxt=-α, -ο και [[ντόπιος]], -α, -ο (AM [[ἐντόπιος]], -ία, -ον και [[ἐντόπιος]], -ον, Μ και [[ντόπιος]], -α, -ο)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ' έναν [[τόπο]] («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[εντόπιος]]<br />[[αυτόχθονος]], [[εγχώριος]], [[ιθαγενής]], [[ντόπιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐντόπιον</i><br />[[ιθαγένεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' έναν [[τόπο]], [[τοπικός]]<br /><b>2.</b> [[εμφύλιος]] («τῶν ἐντοπίων πολέμων», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> ο περιορισμένος σ' ένα [[μέρος]] του σώματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐντοπίως</i><br />εγχωρίως, ιθαγενώς, [[τοπικώς]], επιτοπίως.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντόπιος:''' <b class="num">1)</b> местный, туземный (θεοί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> отечественный ([[ἱστορία]] Diog. L.).
}}
}}