Anonymous

ἔνυλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνυλος]], -ον (AM) [[ύλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υλικός]]<br /><b>2.</b> [[δασώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> ο προορισμένος να υποστεί [[ζημιά]] σε [[δάσος]], δηλ. από [[πυρκαγιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνύλως</i> (αντίθ. του <i>ἀύλως</i>) [[κατά]] τρόπο ένυλο, [[υλικώς]].
|mltxt=[[ἔνυλος]], -ον (AM) [[ύλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υλικός]]<br /><b>2.</b> [[δασώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> ο προορισμένος να υποστεί [[ζημιά]] σε [[δάσος]], δηλ. από [[πυρκαγιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνύλως</i> (αντίθ. του <i>ἀύλως</i>) [[κατά]] τρόπο ένυλο, [[υλικώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνῡλος:''' содержащийся в веществе, присущий материи (τὰ [[πάθη]] λόγοι ἔνυλοί εἰσιν Arst.).
}}
}}