Anonymous

ἐξοστρακίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξοστρᾰκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξορίζω]] με οστρακισμό, [[εξοστρακίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἐξοστρᾰκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξορίζω]] με οστρακισμό, [[εξοστρακίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξοστρᾰκίζω:''' подвергать остракизму, (вообще) изгонять (τινά Plat., Luc., Plut.; ἐξωστρακισμένος ὑπὸ τοῦ δὴμου Her.).
}}
}}