Anonymous

ἐξυπτιάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξυπτιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναποδογυρίζω]], Λατ. resupinare, σε Αισχύλ.· <i>ἐξ. ἑαυτόν</i>, γέρνω το [[κεφάλι]] προς τα [[πίσω]] με [[υπεροψία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐξυπτιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναποδογυρίζω]], Λατ. resupinare, σε Αισχύλ.· <i>ἐξ. ἑαυτόν</i>, γέρνω το [[κεφάλι]] προς τα [[πίσω]] με [[υπεροψία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξυπτιάζω:''' <b class="num">1)</b> откидывать или отклонять назад (med. τὴν κεφαλήν Arst.; ἡ εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη Sext.): ἐ. ἑαυτόν Luc. надменно откинуться, гордо закинуть голову; ἐ. [[ὄμμα]] Aesch. поднять или отвратить взоры;<br /><b class="num">2)</b> откидываться назад (πρὸς τὸ [[ἐναντίον]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> загибаться назад (ἐξυπτιάζοντα κέρατα Arst.).
}}
}}