3,274,916
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξογκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] να πρηστεί, να φουσκώσει· μεταφ., <i>[[μητέρα]] τάφῳ ἐξογκοῦν</i>, την τίμησαν υψώνοντας τύμβο, σε Ευρ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ογκώδης]], <i>πάντα ἐξώγκωτο</i>, είχε όλα τα ρούχα του, στον ίδ., Ευρ.· <i>τὰ ἐξωγκωμένα</i>, ολοκληρωτική [[ευημερία]], στον ίδ.· ομοίως και στον Μέσ. μέλ., στον ίδ. | |lsmtext='''ἐξογκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] να πρηστεί, να φουσκώσει· μεταφ., <i>[[μητέρα]] τάφῳ ἐξογκοῦν</i>, την τίμησαν υψώνοντας τύμβο, σε Ευρ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ογκώδης]], <i>πάντα ἐξώγκωτο</i>, είχε όλα τα ρούχα του, στον ίδ., Ευρ.· <i>τὰ ἐξωγκωμένα</i>, ολοκληρωτική [[ευημερία]], στον ίδ.· ομοίως και στον Μέσ. μέλ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξογκόω:''' (aor. ἐξώγκωσα, pf. pass. ἐξώγκωμαι) вздувать, раздувать: ἐ. τινα τάφῳ Eur. возводить над чьей-л. могилой курган; τινὶ ἐ. ἑαυτόν Plut. и pass. Her., Eur. гордиться, кичиться чем-л.; pass. разбухать, переполняться: πάντα ἐξώγκωτο Her. (на Алкмеоне) все было набито (золотом); τραπέζαις ἐ. Eur. есть доотвала; τὰ ἐξωγκωμένα Eur. процветание, счастье (точнее надутые попутным ветром паруса). | |||
}} | }} |