Anonymous

ἐξορθόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξορθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ανορθώνω]]· μεταφ., [[επανορθώνω]], [[εξασφαλίζω]], [[αποκαθιστώ]], [[αναστηλώνω]], παλινορθώ, [[επιδιορθώνω]], σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξορθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ανορθώνω]]· μεταφ., [[επανορθώνω]], [[εξασφαλίζω]], [[αποκαθιστώ]], [[αναστηλώνω]], παλινορθώ, [[επιδιορθώνω]], σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξορθόω:''' <b class="num">1)</b> поднимать или (вновь) ставить на ноги (τὸ πεσόν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> исправлять, улучшать (διεφθαρμένον τι Plat.; med. γνώμαισιν ὑστέραισιν Eur.): τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Soph. позаботься о своей судьбе.
}}
}}