Anonymous

ἐξέτασις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξέτασις:''' -εως, ἡ ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">1.</b> εξονυχιστική [[εξέταση]], [[έρευνα]], [[επιθεώρηση]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στρατιωτική [[επιθεώρηση]] ή [[εξέταση]], [[έλεγχος]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἐξέτασις:''' -εως, ἡ ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">1.</b> εξονυχιστική [[εξέταση]], [[έρευνα]], [[επιθεώρηση]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στρατιωτική [[επιθεώρηση]] ή [[εξέταση]], [[έλεγχος]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξέτᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> рассмотрение, исследование, испытание: ἐξέτασιν ποιεῖν (ποιεῖσθαι) Thuc., Xen., Plat. или λαμβάνειν Dem. производить (предпринимать) исследование;<br /><b class="num">2)</b> воен. проверка, (о)смотр, инспектирование (ὅπλων καὶ ἵππων Dem.; ἐν τῷ πεδίῳ τῶν Ἑλλήνων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> сопоставление, сравнение (πρός τι Luc.);<br /><b class="num">4)</b> учет, перепись (ἐ. καὶ [[σύνταξις]] τῶν πολιτῶν Arst.);<br /><b class="num">5)</b> надзор (лат. [[censura]]) (περὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς βίους, тж. βίων Plut.).
}}
}}