Anonymous

ἔξωθεν: Difference between revisions

From LSJ
1,093 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξωθεν:''' επίρρ. ([[ἔξω]]),<br /><b class="num">I.</b> απ' έξω, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν., <i>ἔξ. δόμων</i>, έξω από το [[σπίτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἔξω]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· οἱ [[ἔξωθεν]], οι ξένοι, σε Ηρόδ.· τὰ [[ἔξωθεν]], υποθέσεις, γεγονότα [[εκτός]] σπιτιού, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., [[χωρίς]], [[ελεύθερος]] από, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἔξωθεν:''' επίρρ. ([[ἔξω]]),<br /><b class="num">I.</b> απ' έξω, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν., <i>ἔξ. δόμων</i>, έξω από το [[σπίτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἔξω]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· οἱ [[ἔξωθεν]], οι ξένοι, σε Ηρόδ.· τὰ [[ἔξωθεν]], υποθέσεις, γεγονότα [[εκτός]] σπιτιού, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., [[χωρίς]], [[ελεύθερος]] από, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξωθεν:''' <b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> извне, снаружи (ἐπιφαίνεσθαι Thuc.; [[εἰσελθεῖν]] Plat.; πολιτεῖαι λύονται ἔ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> вне, снаружи (ὁ ἔ. [[ἀνήρ]] Arst.): αἱ ἔ. πόλεις Plat. иноземные государства; οἱ ἔ. Her. посторонние лица, Plut. иноземцы, NT язычники; οἱ ἔ. λόγοι Dem., Arst. не относящиеся к делу слова; τὰ ἔ. Aesch., Eur., Xen., Arst. внешние дела или обстоятельства.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. вне (δόμων Eur.; ἔ. τοῦ ὑγροῦ μένειν Arst.): συμφορᾶς ἂν ἔ. [[εἴην]] Soph. (это) несчастье не коснулось бы меня; ἔ. τῶν ὅπλων Xen. впереди (сложенного) оружия, т. е. впереди лагеря; ὁ δειμάτων ἔ. Eur. не питающий опасений.
}}
}}