Anonymous

ἐξαλέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰλέομαι:''' αποθ., [[φυλάγομαι]] από, [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· απαρ. Επικ. αορ. αʹ [[ἐξαλέασθαι]], σε Ησίοδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐξᾰλέομαι:''' αποθ., [[φυλάγομαι]] από, [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· απαρ. Επικ. αορ. αʹ [[ἐξαλέασθαι]], σε Ησίοδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰλέομαι:''' уклоняться, остерегаться, избегать (sc. λέοντα Hom. - in tmesi, Διὸς νόον Hes.; χρησμόν Arph.).
}}
}}