Anonymous

ἐξερείδω: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξερείδω]] (Α) [[ερείδω]]<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]] («ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> [[ενισχύω]]<br />(«ἐξερείδει ἀτονίαν σώματος»).
|mltxt=[[ἐξερείδω]] (Α) [[ερείδω]]<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]] («ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> [[ενισχύω]]<br />(«ἐξερείδει ἀτονίαν σώματος»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξερείδω:''' <b class="num">1)</b> упирать, подпирать (ταῖς ἀντηρέσιν Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> поддерживать (βάσιν τρέμουσάν τινος Luc.).
}}
}}