Anonymous

ἐξομόργνυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξομόργνῡμι:''' μέλ. <i>-ομόρξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφουγγίζω]], [[σκουπίζω]] από, σε Ευρ. — Μέσ., [[αποβάλλω]], [[βγάζω]] από τον εαυτό μου, καθαίρομαι, εξαγνίζμαι από [[μίασμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., <i>ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν</i>, [[βγάζω]] την [[ανοησία]] κάποιου σε κάποιον [[άλλο]], δηλ. του [[αποδίδω]] [[μερίδιο]] αυτής, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτυπώνω]] ή [[εντυπώνω]] πάνω σε, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐξομόργνῡμι:''' μέλ. <i>-ομόρξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφουγγίζω]], [[σκουπίζω]] από, σε Ευρ. — Μέσ., [[αποβάλλω]], [[βγάζω]] από τον εαυτό μου, καθαίρομαι, εξαγνίζμαι από [[μίασμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., <i>ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν</i>, [[βγάζω]] την [[ανοησία]] κάποιου σε κάποιον [[άλλο]], δηλ. του [[αποδίδω]] [[μερίδιο]] αυτής, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτυπώνω]] ή [[εντυπώνω]] πάνω σε, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξομόργνῡμι:''' (fut. ἐξομόρξω)<br /><b class="num">1)</b> вытирать, стирать (στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. - in tmesi): [[αἷμα]] ἐξομόρξασθαι πέπλοις τινός Eur. запачкать чьи-л. одежды своей кровью;<br /><b class="num">2)</b> med. омывать, очищаться (ῥυτοῖς νασμοῖσιν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> перен. заражать, передавать (μωρίαν [[ἑαυτοῦ]] τινι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> внедрять, запечатлевать (τί τινι εἰς τὴν ψυχήν Plat.).
}}
}}