Anonymous

ἐξαμιλλάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, μτχ. αορ. αʹ <i>ἐξαμιλλησάμενος</i> και <i>-ηθείς</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αγωνίζομαι]] με [[δύναμη]], [[μάχομαι]] έντονα, με σύστ. αιτ., [[τὰς]] τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην [[αρματοδρομία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διώχνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., στον ίδ.· κάνω κάποιον έξω φρενών, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. αʹ με Παθ. [[σημασία]], σπρώχνομαι έξω με τη [[βία]], λέγεται για το [[μάτι]] του Κύκλωπα, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, μτχ. αορ. αʹ <i>ἐξαμιλλησάμενος</i> και <i>-ηθείς</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αγωνίζομαι]] με [[δύναμη]], [[μάχομαι]] έντονα, με σύστ. αιτ., [[τὰς]] τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην [[αρματοδρομία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διώχνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., στον ίδ.· κάνω κάποιον έξω φρενών, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. αʹ με Παθ. [[σημασία]], σπρώχνομαι έξω με τη [[βία]], λέγεται για το [[μάτι]] του Κύκλωπα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' (aor. med. и pass. ἐξημιλλήθην)<br /><b class="num">1)</b> побеждать в состязании (τινα Eur., Plut.): τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς τινι Eur. победивший кого-л. на состязании квадриг;<br /><b class="num">2)</b> изгонять (τινα γῆς Eur.): τινὰ φόβῳ ἐ. Eur. преследовать кого-л. страхом; ἔστ᾽ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] ἐξαμιλληθῇ πυρί Eur. пока зрение (Полифема) не будет уничтожено огнем.
}}
}}