Anonymous

ἐξυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, [[οργιάζω]], αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς [[τόδε]], να φτάσει [[κάποιος]] σε τέτοιο [[σημείο]] αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., <i>παντοῖα ἐξ</i>., [[διαπράττω]] όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐξυβρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, αποθρασύνομαι, αποχαλινώνομαι, [[οργιάζω]], αυθαδιάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐξ. ἐς [[τόδε]], να φτάσει [[κάποιος]] σε τέτοιο [[σημείο]] αυθάδειας, θράσους, στον ίδ.· με επίθ. ουδ., <i>παντοῖα ἐξ</i>., [[διαπράττω]] όλα τα είδη βίας, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξυβρίζω:''' <b class="num">1)</b> преисполняться гордыней, зазнаваться, быть высокомерным (εὐπραγίαις Thuc.; ὑπὸ πλούτου Xen.): οὐκ ἂν ἐς [[τόδε]] ἐξύβρισαν Thuc. (митиленцы) не зазнались бы до такой степени;<br /><b class="num">2)</b> дерзко говорить или поступать, оскорблять, нагло вести себя (περί τινα Lys. и εἴς τινα Luc., Plut.): τάδ᾽ ἐξυβρίζει Soph. вот какими оскорблениями осыпает (меня Клитемнестра);<br /><b class="num">3)</b> совершать преступления (εἰς τὸν νόμον Plut.): ἄλλα τε ἐξύβρισε παντοῖα Her. (Орэт) совершил и всякие другие злодеяния;<br /><b class="num">4)</b> выходить из рамок дозволенного (δι᾽ ἀκολασίαν καὶ πλημμέλειαν Plut.): σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. непомерно тучные тела;<br /><b class="num">5)</b> буйно разрастаться (ἄμπελοι ἐξυβρίζουσιν Arst.).
}}
}}