Anonymous

ἐπεξεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεξεργάζομαι:''' μέλ. <i>-εξεργάσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[πραγματοποιώ]], [[ενεργώ]], κάνω [[κάτι]] [[επιπλέον]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]] έκ νέου, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπεξεργάζομαι:''' μέλ. <i>-εξεργάσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[πραγματοποιώ]], [[ενεργώ]], κάνω [[κάτι]] [[επιπλέον]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]] έκ νέου, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεξεργάζομαι:''' <b class="num">1)</b> доводить до конца, осуществлять, исполнять (βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ᾽ επεξεργάζεται Sext.);<br /><b class="num">2)</b> доводить до высшей степени, довершать (τι Dem.);<br /><b class="num">3)</b> вторично убивать (ὀλωλότα ἄνδρα Soph.).
}}
}}