Anonymous

ἐξέρπω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξέρπω:''' αόρ. αʹ <i>-είρπῠσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> έρπω, σέρνομαι έξω από, <i>ἔκ τινος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., σέρνομαι, [[γλιστρώ]] προς τα έξω ή [[μπροστά]], σε Σοφ., Αριστοφ.· λέγεται για [[στράτευμα]], <i>οὐ ταχὺ ἐξέρπει</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐξέρπω:''' αόρ. αʹ <i>-είρπῠσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> έρπω, σέρνομαι έξω από, <i>ἔκ τινος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., σέρνομαι, [[γλιστρώ]] προς τα έξω ή [[μπροστά]], σε Σοφ., Αριστοφ.· λέγεται για [[στράτευμα]], <i>οὐ ταχὺ ἐξέρπει</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξέρπω:''' <b class="num">1)</b> выползать ([[θύραζε]] Arph.; [[ὥσπερ]] τὰ φαλάγγια Arst.);<br /><b class="num">2)</b> медленно продвигаться (οὐ ταχὶυ ἐξέρπει τὸ [[στράτευμα]] Xen.); (о больном Филоктете) с трудом ползти, волочиться Soph.;<br /><b class="num">3)</b> ирон. уезжать Chilon ap. Diog. L.
}}
}}