Anonymous

ἐπενσαλεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπενσαλεύω]] (Α)<br />(για λιοντάρια) [[σαλεύω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπενσαλεύω]] (Α)<br />(για λιοντάρια) [[σαλεύω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπενσᾰλεύω:''' качаться, раскачиваться: ἐ. τοῖς ὤμοις Arst. покачивать плечами, т. е. ходить переваливаясь, вразвалку.
}}
}}