Anonymous

ἐπιγαμέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγᾰμέω:''' μέλ. <i>-γαμέσω</i>, Αττ. <i>-γᾰμῶ</i>· κάνω δεύτερο γάμο, <i>ἐπ. πόσει πόσιν</i>, παντρεύομαι ένα σύζυγο [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], σε Ευρ.· <i>ἐπ. τέκνοις μητρυιάν</i>, νυμφεύομαι και [[φέρνω]] [[μητριά]] στα [[παιδιά]] μου, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιγᾰμέω:''' μέλ. <i>-γαμέσω</i>, Αττ. <i>-γᾰμῶ</i>· κάνω δεύτερο γάμο, <i>ἐπ. πόσει πόσιν</i>, παντρεύομαι ένα σύζυγο [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], σε Ευρ.· <i>ἐπ. τέκνοις μητρυιάν</i>, νυμφεύομαι και [[φέρνω]] [[μητριά]] στα [[παιδιά]] μου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιγαμέω:''' вступать во второй брак: ἡ ἐπιγαμηθεῖσα и ἐπιγεγαμημένη Plut. вторая жена; ἐ. πόσει πόσιν Eur. вторично выходить замуж; ἐ. μητρυιὰν τοῖς τέκνοις Eur. вводить в дом мачеху для своих детей.
}}
}}