Anonymous

ἐπαναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαναστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[γυρίζω]] [[εναντίον]] κάποιου, στρέφομαι και [[επιστρέφω]] στην έφοδο, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως και στην Παθ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπαναστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αμτβ., [[γυρίζω]] [[εναντίον]] κάποιου, στρέφομαι και [[επιστρέφω]] στην έφοδο, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως και στην Παθ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαναστρέφω:''' <b class="num">1)</b> делать поворот, поворачиваться кругом Xen., med. Arph.: ἐ. καὶ ἐπερείδεσθαι Arph. повернуться (лицом к противнику) и оказать сопротивление;<br /><b class="num">2)</b> возвращаться назад (πρὸς τῇ πόλει Thuc.; ἐπὶ τὴν [[ἀρχήν]] Arst.).
}}
}}