Anonymous

ἐπεισέρρω: Difference between revisions

From LSJ
2
(6_4)
(2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισέρρω''': «ἐπεισήρρησεν, εἰσεφθάρη» Σουΐδ., [[Πολυδ]]. Θ΄, 158. - Ὁ Herwerden ἐν Αἰσχύλ. Ἀγαμέμν. 864 ἀντὶ τοῦ ἐπεσφέρειν ἔχει ἐπεισέρρειν.
|lstext='''ἐπεισέρρω''': «ἐπεισήρρησεν, εἰσεφθάρη» Σουΐδ., [[Πολυδ]]. Θ΄, 158. - Ὁ Herwerden ἐν Αἰσχύλ. Ἀγαμέμν. 864 ἀντὶ τοῦ ἐπεσφέρειν ἔχει ἐπεισέρρειν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισέρρω:''' врываться, вторгаться (Aesch. - v. l. к [[ἐπεισφέρω]]).
}}
}}