Anonymous

ἐπίβασις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐπιβαίνω]]), [[ανάβαση]], [[πλησίασμα]]· [[μέσο]] προσέγγισης, [[προσπέλαση]], [[μπάσιμο]], σε Πλάτ.· <i>εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ</i>., [[βρίσκω]] τρόπο επιθέσεως [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπίβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐπιβαίνω]]), [[ανάβαση]], [[πλησίασμα]]· [[μέσο]] προσέγγισης, [[προσπέλαση]], [[μπάσιμο]], σε Πλάτ.· <i>εἴς τινα ποιεῖσθαι ἐπ</i>., [[βρίσκω]] τρόπο επιθέσεως [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίβᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> путь, дорога, тропа (τὴν ἐπίβασιν ἄδηλον ποιεῖν Polyb.): μηδὲν ἔχειν στερέμνιον εἰς ἐπίβασιν Diod. не иметь твердой почвы под ногами;<br /><b class="num">2)</b> восхождение, подъем (αἱ τῶν κύκλων ἐπιβάσεις καὶ περιαγωγαί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (о животных) покрывание, случка (αἱ τῶν ὄνων ἐπιβάσεις Plut.);<br /><b class="num">4)</b> подступ (ἐπιβάσεις καὶ ὁρμαί Plat.);<br /><b class="num">5)</b> нападение, нанесение удара (ἐπίβασιν ἔς τινα ποιεῖν Her.; ἐπίβασιν ἀνακόπτειν Luc.);<br /><b class="num">6)</b> разлив (τῆς λίμνης Plut.; pl. τῆς θαλάσσης Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> рит. нарастание, климакс, градация.
}}
}}