Anonymous

ἐπερωτάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπερωτάω:''' Ιων. ἐπειρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]], [[ανακρίνω]], συμβουλεύομαι, <i>τὸν θεόν</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινὰ [[περί]] τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., ανακρίνομαι, ρωτώμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ζητώ [[κάτι]] ή [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον</i>, στον ίδ.· απόλ., [[θέτω]] [[ερώτηση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπερωτάω:''' Ιων. ἐπειρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]], [[ανακρίνω]], συμβουλεύομαι, <i>τὸν θεόν</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινὰ [[περί]] τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., ανακρίνομαι, ρωτώμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ζητώ [[κάτι]] ή [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον</i>, στον ίδ.· απόλ., [[θέτω]] [[ερώτηση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπερωτάω:''' ион. [[ἐπειρωτάω]] и ἐπειρωτέω<br /><b class="num">1)</b> вопрошать (τὰ χρηστήρια Her.; τὸν θεόν Thuc., Arst.; θυσίαις καὶ οἰωνοῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> спрашивать (τι Her., Plat., τινά τι Her., Aeschin., Plut. и τινα περί τινος Her., Dem.);<br /><b class="num">3)</b> обращаться с запросом, запрашивать (τὸν δῆμον Plut.);<br /><b class="num">4)</b> приступать с просьбой, просить (τινα ποιεῖν τι NT).
}}
}}