Anonymous

ἐπαγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰγωνίζομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αντιμάχομαι]], [[αγωνίζομαι]] με, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[αγωνίζομαι]], [[παλεύω]] για [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπᾰγωνίζομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[αντιμάχομαι]], [[αγωνίζομαι]] με, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[αγωνίζομαι]], [[παλεύω]] για [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰγωνίζομαι:''' (aor. ἐπηγωνισάμην) (вновь) вступать в борьбу, бороться (τεκμηρίοις Plut.): ἐ. τινι Plut. возобновлять борьбу с кем-л.; ἐ. ταῖς νίκαις Plut. после (одержанных) побед продолжать борьбу.
}}
}}