Anonymous

ἐπιβρέμω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβρέμω:'''<b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να ηχεί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[βρυχώμαι]], [[κραυγάζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με σύστ. αιτ., λέω [[κάτι]] ουρλιάζοντας, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐπιβρέμω:'''<b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να ηχεί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[βρυχώμαι]], [[κραυγάζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με σύστ. αιτ., λέω [[κάτι]] ουρλιάζοντας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβρέμω:''' <b class="num">1)</b> заставлять гудеть (τὸ [[πῦρ]] - acc. - ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med. стрекотать, щебетать (χείλεσιν ἀμφιλάλοις ἐπιβρέμεται [[χελιδών]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> восклицать (ἐπ᾽ εὐάσμασί τι Eur.).
}}
}}