Anonymous

ἐπεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεμβαίνω:''' μέλ. <i>-εμβήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ενέβην</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πατώ]] το [[πόδι]] μου ή [[επιβαίνω]] σε, και στον παρακ., [[ίσταμαι]], [[στέκομαι]] σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· επίσης με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· μερικές φορές με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> επιβιβάζομαι, [[μπαρκάρω]] πάνω σε [[πλοίο]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με δοτ. προσ., [[καταπατώ]], Λατ. insultare, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τῷ καιρῷ ἐπ</i>., [[επωφελούμαι]] της ευκαιρίας, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπεμβαίνω:''' μέλ. <i>-εμβήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ενέβην</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πατώ]] το [[πόδι]] μου ή [[επιβαίνω]] σε, και στον παρακ., [[ίσταμαι]], [[στέκομαι]] σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· επίσης με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· μερικές φορές με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> επιβιβάζομαι, [[μπαρκάρω]] πάνω σε [[πλοίο]], σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με δοτ. προσ., [[καταπατώ]], Λατ. insultare, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τῷ καιρῷ ἐπ</i>., [[επωφελούμαι]] της ευκαιρίας, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεμβαίνω:''' (fut. ἐπεμβήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> (тж. ἐ. [[πόδα]] Eur.) ступать, вступать, входить (οὐδοῦ Hom.; χθονός Soph.; εἰς πάτραν Eur.; Νεῖλον Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> подниматься, всходить (πύργοις Aesch.; ἑδραίαν ῥάχιν, ἐλάτην ὑψαύχενα Eur.): ἐ. δοίφρου Hes. садиться на колесницу;<br /><b class="num">3)</b> садиться на корабль Dem.;<br /><b class="num">4)</b> перен. наступать, попирать (ἐχθροῖσι [[ποδί]] Soph. и τῷ ἐχθρῷ Plut.): κατ᾽ [[ἐμοῦ]] [[μᾶλλον]] [[ἐπεμβάσει]] Soph. (этим) ты меня еще больше оскорбишь;<br /><b class="num">5)</b> наносить ущерб, причинять вред (τῷ καιρῷ τινος Dem.; τῇ τύχῃ τινός Plut.).
}}
}}