Anonymous

ἐπικαταρριπτέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταρριπτέω:''' [[καταρρίπτω]] [[κατόπιν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπικαταρριπτέω:''' [[καταρρίπτω]] [[κατόπιν]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαταρριπτέω:''' (вслед за чем-л. или также) бросать вниз, низвергать (αἱ γυναῖκες ῥίπτουσαι τὰ [[παιδία]] [[εἶτα]] καὶ ἑαυτὰς ἐπικατερρίπτουν Xen.).
}}
}}