Anonymous

ἐπικαλέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> επικαλούμαι θεό, κάνω [[επίκληση]], [[προσφεύγω]], κάνω [[έκκληση]], σε Ηρόδ., Δημ.· <i>ἐπ. θεόν τινι</i>, επικαλούμαι θεό, για να με προστατεύει, σε Ηρόδ.· ομοίως, στη Μέσ., στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσκαλώ]], σε Ομήρ. Οδ.· στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[αιτώ]], ζητώ ως αρωγό ή σύμμαχο, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[προσκαλώ]] ενώπιόν μου, [[καλώ]], [[συγκαλώ]], λέγεται για τους Εφόρους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> Μέσ., [[προκαλώ]] σε [[μάχη]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[λαμβάνω]] νέο όνομα, μετονομάζομαι, στον ίδ.· αποκαλούμαι, καλούμαι με [[παρατσούκλι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[προσάπτω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]], <i>τί τινι</i>, σε Θουκ.· <i>ταῦτ' ἐπικαλεῖς;</i> αυτή είναι η [[κατηγορία]] [[σου]]; σε Αριστοφ. — Παθ., <i>τὰἐπικαλεύμενα χρήματα</i>, τα χρήματα που κατηγορήθηκε ότι είχε στην [[κατοχή]] του, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπικᾰλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> επικαλούμαι θεό, κάνω [[επίκληση]], [[προσφεύγω]], κάνω [[έκκληση]], σε Ηρόδ., Δημ.· <i>ἐπ. θεόν τινι</i>, επικαλούμαι θεό, για να με προστατεύει, σε Ηρόδ.· ομοίως, στη Μέσ., στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσκαλώ]], σε Ομήρ. Οδ.· στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[αιτώ]], ζητώ ως αρωγό ή σύμμαχο, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ., [[προσκαλώ]] ενώπιόν μου, [[καλώ]], [[συγκαλώ]], λέγεται για τους Εφόρους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> Μέσ., [[προκαλώ]] σε [[μάχη]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[λαμβάνω]] νέο όνομα, μετονομάζομαι, στον ίδ.· αποκαλούμαι, καλούμαι με [[παρατσούκλι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[προσάπτω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]], <i>τί τινι</i>, σε Θουκ.· <i>ταῦτ' ἐπικαλεῖς;</i> αυτή είναι η [[κατηγορία]] [[σου]]; σε Αριστοφ. — Παθ., <i>τὰἐπικαλεύμενα χρήματα</i>, τα χρήματα που κατηγορήθηκε ότι είχε στην [[κατοχή]] του, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικᾰλέω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> звать, взывать (к), призывать (θεόν Her.; med., θεούς Xen., Plat.; Διοσκούρους Arst.): ἐ. τὴν θεόν τινι Her. призывать милость богини на кого-л.; [[τάδε]] [[ἐπισκήπτω]] τοὺς θεοὺς ἐπικαλέων … Her. я требую именем богов того (чтобы) …;<br /><b class="num">2)</b> звать к себе, приглашать (γέροντας πλέονας Hom. - in tmesi): αὐτῶν τῶν χρημάτων ἐπικαλευμένων Her. поскольку деньги сами (как бы) напрашивались (ср. 7);<br /><b class="num">3)</b> med. звать к себе, призывать на помощь (Λακεδαιμονίους Thuc.; τοὺς Λἰακίδας συμμάχους Her.): ἐ. τινα μάρτυρα Plat. призвать кого-л. в свидетели;<br /><b class="num">4)</b> med. подвергать обжалованию: ἐ. τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν δικαστῶν Plut. апеллировать на решения судей к народу; ἐ. Καισαρα NT апеллировать к императору;<br /><b class="num">5)</b> med. бросать вызов, вызывать на бой (τινα Her.);<br /><b class="num">6)</b> med.-pass. получать название, быть прозванным, именоваться (ὁ μικρὸς ἐπικαλούμενος Xen.): ἐπὶ Κέκροπος βασιλέος ἐπεκλήθησαν Κεκροπίδαι Her. при царе Кекропе (афиняне) были названы кекропидами;<br /><b class="num">7)</b> предъявлять обвинение, обвинять (τινί τι и τινί τινα εἶναι Thuc.): [[ταῦτα]] ἐπικαλεῖς; Arph. так ты (их) в этом винишь?; τὰ ἐπικαλεύμενα χρήματα Her. требуемые обратно (похищенные) сокровища (ср. 2); τὰ ἐπικαλούμενα Isocr. обвинения, упреки; οἱ ἐπικαλοῦντες ἀλλήλοις Plat. имеющие взаимные претензии, тяжущиеся.
}}
}}