ἐπιδρομή: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδρομή:''' ἡ ([[ἐπιδραμεῖν]]),·<br /><b class="num">I.</b> ξαφνική [[εισβολή]], [[έφοδος]], [[επίθεση]], σε Θουκ.· ἐξ ἐπιδρομῆς [[ἁρπαγή]], [[διαρπαγή]], [[λεηλασία]] μέσω εισβολής, δηλ. «[[πλιάτσικο]]», σε Ηρόδ.· απ' όπου, <i>ἐξ ἐπιδρομῆς</i>, αιφνιδίως, στην [[στιγμή]], [[ξαφνικά]], [[προχείρως]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> το [[μέρος]] στο οποίο εισέρχονται τα πλοία, [[τόπος]] απόβασης, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐπιδρομή:''' ἡ ([[ἐπιδραμεῖν]]),·<br /><b class="num">I.</b> ξαφνική [[εισβολή]], [[έφοδος]], [[επίθεση]], σε Θουκ.· ἐξ ἐπιδρομῆς [[ἁρπαγή]], [[διαρπαγή]], [[λεηλασία]] μέσω εισβολής, δηλ. «[[πλιάτσικο]]», σε Ηρόδ.· απ' όπου, <i>ἐξ ἐπιδρομῆς</i>, αιφνιδίως, στην [[στιγμή]], [[ξαφνικά]], [[προχείρως]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> το [[μέρος]] στο οποίο εισέρχονται τα πλοία, [[τόπος]] απόβασης, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδρομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> бег (по направлению к чему-л.): ἐπιδρομαὶ κυμάτων Arst. прибой или прилив;<br /><b class="num">2)</b> набег, нападение (τῷ τειχίσματι Thuc.; τῶν πολεμίων Plut.): ἐξ ἐπιδρομῆς [[ἁρπαγή]] Her. хищнический набег; ἐξ ἐπιδρομῆς Plat., Dem., Plut.; стремительно, без приготовления, сгоряча;<br /><b class="num">3)</b> место (для) высадки (ἐπιδρομαὶ Λιβύης Eur.).
}}
}}