Anonymous

ἐπιληΐς: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιληΐς:''' -ΐδος, ἡ ([[λεία]]), αυτή που έχει ληφθεί ως [[λεία]], που έχει κατακτηθεί ως [[λάφυρο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιληΐς:''' -ΐδος, ἡ ([[λεία]]), αυτή που έχει ληφθεί ως [[λεία]], που έχει κατακτηθεί ως [[λάφυρο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιληΐς:''' ΐδος adj. f добытый на войне, захваченный (πόλεις Xen.).
}}
}}