Anonymous

ἐπιλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λάμπω]] [[κατόπιν]] ή [[αμέσως]] [[μετά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἐπιλαμψάσης ἡμέρης</i>, όταν η [[μέρα]] είχε έλθει, είχε λάμψει πλήρως, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λάμπω]] πάνω σε, [[αστράφτω]], [[φωτίζω]], με δοτ., σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''ἐπιλάμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[λάμπω]] [[κατόπιν]] ή [[αμέσως]] [[μετά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>ἐπιλαμψάσης ἡμέρης</i>, όταν η [[μέρα]] είχε έλθει, είχε λάμψει πλήρως, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[λάμπω]] πάνω σε, [[αστράφτω]], [[φωτίζω]], με δοτ., σε Πλούτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλάμπω:''' <b class="num">1)</b> начинать сиять, (о небесных светилах) появляться, восходить ([[ἠέλιος]] ἐπέλαμψεν Hom.; [[φόως]] ἐπέλαμπε Σελήνης HH);<br /><b class="num">2)</b> освещать, озарять (τινί Plut.): [[οὔριος]] ἐπίλαμψον ἐμῷ ἱστῷ Anth. благоприятствуй моему плаванию; ἐὰν [[ἥλιος]] ἐπιλάμπῃ Xen. в солнечную погоду;<br /><b class="num">3)</b> (о временах года и суток) наступать: ἐπιλαμψάσης ἡμέρης Her. с наступлением дня, когда рассвело; ἔαρος ἐπιλάμψαντος Her. с наступлением весны.
}}
}}