Anonymous

ἐξονομαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξονομαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, λέω το όνομα κάποιου, [[αναφέρω]] ονομαστικά, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐξονομαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, λέω το όνομα κάποιου, [[αναφέρω]] ονομαστικά, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξονομαίνω:''' (aor. conjct. 2 л. sing. ἐξονομήνῃς) называть по имени, упоминать (τινά Hom. и τι Hom., HH): αἴδετο (τὸν) γάμον ἐξονομῆναι πατρί Hom. ей неловко было сказать о браке отцу.
}}
}}