Anonymous

ἐπιλύω: Difference between revisions

From LSJ
1,194 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ], [[λύνω]], σε Θεόκρ.· [[απελευθερώνω]], [[αποδεσμεύω]], σε Λουκ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλάτ.· <i>ἐπιλύεσθαι ἐπιστολάς</i>, το [[άνοιγμα]] γραμμάτων, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπιλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ], [[λύνω]], σε Θεόκρ.· [[απελευθερώνω]], [[αποδεσμεύω]], σε Λουκ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Πλάτ.· <i>ἐπιλύεσθαι ἐπιστολάς</i>, το [[άνοιγμα]] γραμμάτων, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλύω:''' <b class="num">1)</b> развязывать, распускать (τὰ [[δεσμά]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> отвязывать, спускать (с привязи) (κύνας Xen.);<br /><b class="num">3)</b> перен., тж. med. развязывать, давать свободу, разнуздывать (τοὺς κακούργους Luc.): οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἡ [[ἡλικία]] τὸ μὴ οὐχὶ ἀγανακτεῖν Plat. возраст нисколько не мешает им роптать;<br /><b class="num">4)</b> разрешать, объяснять ([[ἀπορία]] τις ἐπιλύεται Arst.; πάντα τοῖς μαθηταῖς NT);<br /><b class="num">5)</b> опровергать (τὰ κεφάλαια τῶν κατηγορηθέντων Luc.);<br /><b class="num">6)</b> ослаблять, расшатывать: τούτους μὲν ἐπιλύσεσθαι, ἐκείνους δὲ [[μεῖζον]] δυνήσεσθαι Lys. (они боятся, что сами) утратят свою силу, а те, напротив, усилятся.
}}
}}