Anonymous

ἐπιθέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] προς ή [[κατόπιν]] κάποιου, [[κυνηγώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] προς ή [[κατόπιν]] κάποιου, [[κυνηγώ]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθέω:''' <b class="num">1)</b> (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> совершать набег или нападение, бросаться Her., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> бежать вслед, преследовать (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc. ὁ [[κυνηγέτης]] Xen.).
}}
}}