Anonymous

ἐπιδιαβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδιαβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[διαβαίνω]] ύστερα από κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπ.τάφρον</i>, σε Θουκ.· <i>ποταμόν</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιδιαβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[διαβαίνω]] ύστερα από κάποιον [[άλλο]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπ.τάφρον</i>, σε Θουκ.· <i>ποταμόν</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδιαβαίνω:''' (fut. ἐπιδιαβήσομαι) воен. (вслед за кем-л.) переправляться, переходить (ποταμόν Her.; τάφρον Thuc.): ἐ. ἐπί τινα Polyb. переправиться для того, чтобы напасть на кого-л.; φεύγουσι διώξαντες ἐπιδιέβαινον Xen. преследуя бегущих, они совершили переправу.
}}
}}