Anonymous

ἐπινήχομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπινήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]], σε Βατραχομ.· <i>ἐπενάχετο φωνά</i>, η [[φωνή]] ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπινήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]], σε Βατραχομ.· <i>ἐπενάχετο φωνά</i>, η [[φωνή]] ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινήχομαι:''' дор. [[ἐπινάχομαι]]<br /><b class="num">1)</b> (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> доноситься (παιδὸς ἐπενάχετο [[φωνά]] Theocr.).
}}
}}