Anonymous

ἐπιπροσθέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπροσθέω:''' είμαι [[μπροστά]], [[εμποδίζω]], <i>ἐπ. τοῖς πύργοις</i>, έτσι ώστε να καλύπτεται ο [[ένας]] από τον [[άλλο]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''ἐπιπροσθέω:''' είμαι [[μπροστά]], [[εμποδίζω]], <i>ἐπ. τοῖς πύργοις</i>, έτσι ώστε να καλύπτεται ο [[ένας]] από τον [[άλλο]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπροσθέω:''' <b class="num">1)</b> находиться впереди (чего-л.), закрывать, застилать, заслонять (τοῖς τῆς πόλεως πύργοις Polyb.): τὸ ἐπιπροσθοῦν Plut. то, что стоит перед глазами, помеха зрению; τὸ [[μέσον]] ἐπιπροσθεῖ τοῖς πέρασιν Arst. середина (прямой линии) закрывает оба (ее) конца;<br /><b class="num">2)</b> затмевать (ἐπιπροσθεῖται ὁ [[ἥλιος]] ὑπὸ τῆς σελήνης Plut.): ὁ [[τῦφος]] ἐπιπροσθεῖ Plut. гордыня туманит (сознание), ослепляет.
}}
}}