Anonymous

ἐπεκχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προχωρώ]] [[κατόπιν]] ή [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προχωρώ]] [[κατόπιν]] ή [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεκχωρέω:''' (3 л. sing. impf. ἐπεξεχώρει) (вслед за кем-л. или против кого-л.) выступать, двигаться (ὁ [[πᾶς]] [[στόλος]] ἐπεξεχώρει Aesch.).
}}
}}