3,277,700
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιέννῡμι:''' Επικ. αντί <i>ἐφ-[[έννυμι]]</i>· αόρ. αʹ [[ἐπί]]-εσσα — Μέσ., Ιων. απαρ. ενεστ. <i>ἐπ-είνυσθαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπι-εσσάμην</i> — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. [[ἐπί]]-εσται, μτχ. <i>ἐπι-ειμένος</i>· [[επιθέτω]] ή [[ρίχνω]] πάνω σε κάποιον, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., μτχ. παρακ., μεταφ., [[ἐπιειμένος]] ἀλκήν, περιβεβλημένος με [[δύναμη]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>χαλκὸν ἐπιέσται</i>, έχει χαλκό από πάνω του ή είναι καλυμμένος με αυτόν, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Μέσ., ντύνομαι, φορώ από πάνω, [[βάζω]] πάνω μου ως ανώτερο [[ένδυμα]] ή [[σκέπασμα]], [[πανωφόρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπιέννῡμι:''' Επικ. αντί <i>ἐφ-[[έννυμι]]</i>· αόρ. αʹ [[ἐπί]]-εσσα — Μέσ., Ιων. απαρ. ενεστ. <i>ἐπ-είνυσθαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπι-εσσάμην</i> — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. [[ἐπί]]-εσται, μτχ. <i>ἐπι-ειμένος</i>· [[επιθέτω]] ή [[ρίχνω]] πάνω σε κάποιον, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., μτχ. παρακ., μεταφ., [[ἐπιειμένος]] ἀλκήν, περιβεβλημένος με [[δύναμη]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>χαλκὸν ἐπιέσται</i>, έχει χαλκό από πάνω του ή είναι καλυμμένος με αυτόν, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Μέσ., ντύνομαι, φορώ από πάνω, [[βάζω]] πάνω μου ως ανώτερο [[ένδυμα]] ή [[σκέπασμα]], [[πανωφόρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιέννῡμι:''' ион. (= [[ἐφέννυμι]]) (1 л. pl. aor. 1 [[ἐπιέσσαμεν]], part. pf. pass. [[ἐπιειμένος]], 3 л. sing. pf. ἐπίεσται или ἐπιέσται) надевать, накидывать (χλαῖναν Hom.): χαλκὸν ἐπιέννυσθαι Her. быть покрытым медью; [[ἐπιειμένος]] ἀλκήν Hom. полный силы; [[ἐπιειμένος]] ἀναιδείην Hom. преисполненный бесстыдства; med. надевать на себя, облекаться, окутываться (νεφέλην Hom.; χλαίνας Her.; μαλακαῖσι κρόκαις Pind.): γῆν [[ἐπιέσασθαι]] Pind., Xen., Anth. быть покрытым землей, т. е. быть похороненным. | |||
}} | }} |